- όρυξη
- η (Α ὄρυξις) [ορύσσω]η ενέργεια τού ορύσσω, εξόρυξη, εκσκαφή, σκάψιμο («καὶ τάφρων ὀρύξεις καὶ τειχῶν οἰκοδομίας», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όρυξη — όρυξη, η και ορυχή, η η πράξη και το αποτέλεσμα του ορύσσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὀρύξῃ — Ὀρύξηι , Ὄρυξις fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύξῃ — ὀρύξηι , ὄρυξις rootling fem dat sg (epic) ὀρύ̱ξῃ , ὀρύσσω dig aor subj mid 2nd sg ὀρύ̱ξῃ , ὀρύσσω dig aor subj act 3rd sg ὀρύ̱ξῃ , ὀρύσσω dig fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγγανωσιά — η ικρίωμα για τη στερέωση μάγγανου κατά την όρυξη πηγαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαγγανώνω < μάγγανο] … Dictionary of Greek
ορυκτήριος — ὀρυκτήριος, ία, ον (Μ) 1. κατάλληλος για όρυξη, για εκσκαφή τού εδάφους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρυκτήριον σκαπτικό εργαλείο, ο όρυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα τήριος (πρβλ. διδακ τήριος)] … Dictionary of Greek
ορυκτικός — ὀρυκτικός, ή, όν (Α) [ορύκτης] κατάλληλος για όρυξη ή για την κατασκευή σήραγγας ή υπονόμου («ἐργαλεῑον ὀρυκτικόν», λεξ. Σούδα) … Dictionary of Greek
ορυχή — η (Α ὀρυχή) [ορύσσω] όρυξη αρχ. (για χοίρο) εκσκαφή γης με το ρύγχος … Dictionary of Greek
όρυγμα — Βαθύς και σκοτεινός φρεατώδης λάκκος στην αρχαία Αθήνα μέσα στον οποίο έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. Στα τοιχώματα του είχαν τοποθετηθεί σιδερένια αιχμηρά άγκιστρα πάνω στα οποία κατακομματιάζονταν οι κατάδικοι που ρίχνονταν μέσα. Η… … Dictionary of Greek